- αζω-ενώσεις
- οι Χημ.οργανικές ενώσεις, στις οποίες η αζωομάδα (-Ν=Ν-) αποτελεί μέρος της μοριακής τους δομής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αζωομάδα — η Χημ. η δισθενής ρίζα ( Ν = Ν ) που χαρακτηρίζει τις αζω ενώσεις* … Dictionary of Greek
χημεία — Η επιστήμη που μελετά τη σύσταση των ουσιών, τις αντιδράσεις τους και την παρασκευή τους. Παρότι ο ορισμός αυτός είναι ελλιπής ως προς τους σκοπούς της χ. είναι αρκετά πρόσφατος και απαιτήθηκαν αιώνες για να συμπληρωθεί. Η πολυπλοκότητα των… … Dictionary of Greek